- ἐνύδριες
- ἔνυδριςotterfem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ENHYDRUS — Graece Ε῎νυδρος, apud Solin. c. 31. Quod Enhydrus conspicatus, Ichneumonum genus, penctrat belluam; ut antiqui quidam libri habent: aquatilis est, ut ἔυδρα ζῶα, aquatilia animalia. Sed ichneumonis tale genus dari, negati Salmas. qui proin vocem… … Hofmann J. Lexicon universale
τετραγωνοπρόσωπος — ον, Α (για τις ενυδρίδες, τους κάστορες κ.ά. ζώα) αυτός τού οποίου το πρόσωπο έχει σχήμα τετραγώνου («ἐνύδριες... καὶ κάστορες καὶ ἄλλα θηρία τετραγωνοπρόσωπα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. στρογγυλο… … Dictionary of Greek